κριθάρι

κριθάρι
Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά, καταπίπτοντα, γραμμοειδή και τραχιά και στις δύο επιφάνειες, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Σχηματίζει επιμήκεις στάχυες που αρχικά είναι όρθιοι και προς το τέλος αποκλίνουν προς τη βάση· αποτελούνται από μονανθή σταχίδια. Τα λέπυρα είναι μυτερά και οι λεπίδες συνήθως εφοδιασμένες με επιμήκη, τραχύ και όρθιο αθέρα (άγανο). Ο καρπός αποτελείται από το σπέρμα (καρύοψη) και τη λεπίδα που τον περιβάλλει και συνδέεται στερεά μαζί του. Συνήθως είναι μακρουλός, στενός, πιο μυτερός στη μία από τις δύο του άκρες, κίτρινου ωχρού χρώματος. Το κ. καλλιεργείται σε όλες τις βόρειες περιοχές, ειδικότερα σε ορεινές θέσεις, και χρησιμεύει ως χλωρή νομή, ενώ ο καρπός του είναι κατάλληλος για κτηνοτροφή αλλά και για αλευροποίηση και παρασκευή ψωμιού, ιδίως στη Ρωσία, στην Ισπανία και στη Γερμανία. Μεγάλες ποσότητες κ. χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μπίρας. Από βρασμένο κ. παρασκευάζεται και αναψυκτικό ποτό. Το σπέρμα είναι πλούσιο σε άμυλο, ενώ περιέχει επίσης πρωτεΐνες (10-15%) και λιπαρές ουσίες (1,5% του ξηρού του βάρους)· το αλεύρι του χρησιμεύει, τέλος, για την παρασκευή διαιτητικών τροφών. Το κ. καλλιεργείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, κυρίως ως κτηνοτροφή (σανός ή καρπός) και κατά δεύτερο λόγο για τη ζυθοποιία και την παρασκευή ψωμιού (στα νησιά). Οι κυριότερες ελληνικές ποικιλίες κ. είναι η κυκλαδίτικη, η Ελασσόνος, η οποία είναι όψιμη, ανθεκτική στα δυνατά κρύα και κατάλληλη για τα ορεινά, και η αθηναΐς, η οποία είναι πρώιμη και αποδοτική, δεν αντέχει όμως στα δυνατά κρύα και γι’ αυτό είναι κατάλληλη για περιοχές με χαμηλό υψόμετρο. Στην αμειψισπορά παίρνει θέση μετά τα ψυχανθή και τα ανοιξιάτικα σκαλιστικά φυτά. Αντέχει περισσότερο απ’ όλα τα σιτηρά στην ξηρασία. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη συγγενή προς το καλλιεργούμενο κ., από τα οποία κοινότερο και πιο διαδεδομένο είναι το Hordeum murinum (κοινώς αγριοκρίθι ή τρυποσάκι). Το κριθάρι καλλιεργείται για τη διατροφή των ανθρώπων, για παρασκευή μπίρας καθώς και για κτηνοτροφή. Η ζώνη καλλιέργειας του κριθαριού είναι πολύ εκτεταμένη· αρχίζει από τη βόρεια Ευρώπη και φτάνει μέχρι τον ισημερινό.
* * *
το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός τού φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτ-άριον, σωλην-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κριθάρι — το 1. φυτό από τα δημητριακά. 2. ο καρπός του φυτού αυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… …   Dictionary of Greek

  • άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν …   Dictionary of Greek

  • ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… …   Dictionary of Greek

  • εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”